- τσίλια
- η(λ. ιταλ.) και συνήθ. πληθ. τσίλιες, οι1. η σκοπιά, η θέση του φρουρού σε ύποπτες επιχειρήσεις ανθρώπων του υποκόσμου: Ο ένας έκλεβε κι ο άλλος κρατούσε τσίλιες.2. ο αστυνομικός (στη γλώσσα των κακοποιών): Θα μπαίναμε απ' το παράθυρο, αλλά φάνηκαν δυο τσίλιες και φύγαμε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.